Εξ Ελασσόνος εις τα στενά της Πέτρας

Αναρτήθηκε από Olympus-Pieria Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014


Το κείμενο αναδημοσιεύεται από την έκδοση
"Οδηγοί Ελευθερουδάκη: Μακεδονία", 1926, σελ. 5-12

Προς Β. της Ελασσόνος η χώρα σχηματίζει επί των υπωρειών του όρους υψηλήν πεδιάδα, κατά μέγα μέρος καλλιεργημένην και επί της οποίας σποραδικώς ευρίσκονται χωρία τινά. Το οροπέδιον τούτο κλείεται προς Β. μεν υπό των ορέων της Πιερίας, προς Δ. δε υπό των Χασίων και αρδεύεται υπό του ποταμού Βούλγαρη, κυρίου βραχίονος του Τιταρησίου, και καταλήγει ΒΑ εις Σαραντάπορον. 

Ανήκε το πάλαι εις την Εστιαιώτιδα, της οποίας το έδαφος απετέλει την Β. γωνίαν της Θεσσαλίας, σχηματίζουσαν πεδιάδα διακοπτομένην υπό γηλόφων και οριζομένην προς Β. μεν υπό του Τιταρίου όρους, προς Α. δε υπό του Ολύμπου, προς τα ΒΔ υπό του Α. μέρους των Καμβουνίων ορέων (Αμβάρνες νυν) και προς Δ. υπό του κυρίου βραχίονος του ποταμού Ευρώπου (Ευρώτα, Βούλγαρη). 

Είνε ουχί παραγωγική ως η άλλη Θεσσαλία, αλλ' αποτελεί διά την υπεράσπισιν της χώρας σπουδαιότατον παράγοντα. διότι δι' αυτής μόνον δύο οδοί άγουσιν, η μεν δυτικωτέρα (καλουμένη της Βολοστάνας) προς την άνω Μακεδονίαν, η δε ανατολικωτέρα (Στενόν της Πέτρας) προς την κάτω Μακεδονίαν. της Μ. διαβάσεως έδέσποζε το Πύθιον, ωχυρωμένον ιερόν του Απόλλωνος, όπερ ήτο το θρησκευτικόν και πολιτικόν κέντρον της περίξ χώρας, κείμενον επί των κάτω της υψίστης κορυφής του Ολύμπου, παρά το χωρίον Σέλος (Πύθειον, κάτ. 724), ένθα σώζονται τα ερείπια. 

Ολιγώτερον γνωσταί είνε αι θέσεις των δύο άλλων πόλεων Δολίχνης και Αζώρου, κατά πάσαν όμως πιθανότητα έκειντο όπου νυν τα χωρία Καστρί και Βουλάλα, ένθα ευρίσκονται και τινα ερείπια, επί της δεξιάς και της αριστεράς όχθης του Ευρώπου ποταμού. Άλλοι δέχονται ότι έκειτο παρά τα Β. της Α. υπωρείας των Καμβουνίων, κατά το χωρίον Γκλίκοβον. Αι δύο αύται πόλεις μετά της Δολίχης, προς Δ. του Ολύμπου κειμένη, απετέλουν την Περραιβικήν Τρίπολιν υπό Δωριέων και Μινυών οικουμένην.

Πέτρα

Δύο υπάρχουσιν οδοί διά των στενών: το μεν επί των Καμβουνίων ορέων στενόν, καλούμενον σήμερον Κιλίτ-Δερβέν (ήτοι Σκοπιάς κλεις) και Βολουστάνα, φέρει εις την μέσην κοιλάδα του Αλιάκμονος και εκείθεν εις την άνω Μακεδονίαν. Παρά την είσοδον του στενού υπάρχει λόφος καλούμενος Βίγλα, ένθα έκειτο κατά την αρχαιότητα φρούριον. Το δε υπέρ το χωρίον Πύθειον (Σέλος, κάτ. 724), μεταξύ των Πιερίων ορέων και του Ολύμπου στενόν καλείται και νυν, ως και το πάλαι, στενόν της Πέτρας, εκ τινος ομωνύμου κώμης κειμένης εν αυτώ. 

Ου μακράν της εισόδου εις το στενόν κείται το χωρίον Άγ. Δημήτριος (κάτ. 1037), πέραν δε άρχεται η κραταιά και άφθονος βλάστησις της Δ. πλευράς του Ολύμπου εκ φηγού μεν κατά τας πλευράς των Πιερίων ορέων με ανάμειξιν καστανέας και δρυός, εκ δρυός δε, βραχυκόρμων θάμνων, ελάτης και πεύκης κατά τας πλαγιάς του Ολύμπου τας κατερχομένας προς τα στενά. Η τοποθεσία, σύδενδρος και με άφθονα ύδατα, είνε ωραία. Επί της όχθης ενός των πολλών ρευμάτων άγει η οδός ενδοτέρω του στενού, ένθα διά καμπής τινος του ρεύματος, αφίστανται απ' αλλήλων μικρόν αι αντικείμεναι πλευραί του όρους και σχηματίζεται κυκλοτερής τις έκτασις, περιβαλλομένη υπό υλομανούσης βλαστήσεως. Εκεί δε, εν μέσω του ειρημένου κύκλου, ανυψούται αιχμηρά, απότομος και μονήρης πέτρα, περιρρεομένη υπό των υδάτων των ρυάκων. 

Επί μιας των πλευρών του βράχου τούτου κείται το εγκαταλελειμμένον ήδη χωρίον της Πέτρας, εν ω παρατηρούνται ερείπια οικιών τινων και 2 ναών. εις τον ένα υπάρχουσιν εικόνες του 1710, λίθοι δε τινες εντετοιχισμένοι εν τοις ναοίς φαίνονται ανήκοντες εις αρχαιότερον ελληνικόν κτίσμα. τα δε προς τα ΜΔ. του χωρίου παρατηρούμενα ερείπια φρουρίου είνε βυζαντινής εποχής. Περαιτέρω 30΄ εν τω στενώ επί δεξιά κείται η μονή της Πέτρας (μον. 2 σήμερον, άλλοτε υπέρ του 50, και κάτοικοι 100), περιβαλλομένη υπό πυκνών βραχυκόρμων αριών, πρίνων, φιλυκίων και δρυών επί θέσεως εξόχου, εξ ης είνε άποπτος σύμπασα η πεδιάς της Κατερίνης, υπέρκειται δε αυτού μία των υψηλοτέρων κορυφών του Ολύμπου, όστις ουδαμού είναι αποτομώτερος. Η μονή είνε ενοριακή, ιδρυθείσα επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1283-1328) και μνημονευομένη υπό των Βυζαντινών συγγραφέων. 

Το μόνον εν αυτή αξιοθέατον είνε γεγλυμμένη τις εικών του Αγ. Δημητρίου. Περαιτέρω δεξιά και αριστερά της αμαξιτού διάφορα χωρία και είτα το ωραιότατον χωρίον Μηλιά (κάτ. 612), ένθα σώζεται και ο παλαιός πύργος της οικογενείας των Λαζαίων, όπου κατέφυγον ούτοι διωκόμενοι υπό των Βουλγάρων (5 1/2 ώρες από του σιδηροδρομικού σταθμού Κατερίνης). Εντεύθεν προς τα ΜΑ οδός βατή άγει εν μέσω δάσους δρυών εις τα χωρία Αδριανός (κάτ. 14) και Κουντουριώτισσα (κάτ. 888), εν τω ναώ της οποίας ανευρίσκονται στήλαι ανεπίγραφοι και άλλα λείψανα αρχαία θεωρούμενα ως τα της αρχαίας πόλεως Ατέρας (Κατερίνης;). Ουχί μακράν της Κουντουριωτίσσης προς τα ΜΔ κείνται τα Καλύβια Κουντουριωτίσσης (κάτ. 332), εξ ων ημιονική οδός άγει εις το χ. Βροντού (κάτ. 639), παρά τας υπωρείας και εκτός του στενού προς την πεδιάδα η κώμη Στουπί (κν. Σπη, κάτ. 1091), ένθα ανευρίσκονται λείψανα ελληνικής εποχής, μετακομισθέντα εκ της παρακειμένης Μαλαθριάς (Δίου). 

Εκ του χανίου Μηλιάς η αμαξιτός, έχουσα ΒΑ. διεύθυνσιν παραλλήλως του ποταμού Μαυρονέρι, άγει εις Κατερίναν, οπόθεν διακλαδιζομένη η μεν προς δεξιά άγει εις την Σκάλαν Κατερίνης, η δε επ' αριστερά εις Σκάλαν Βρωμερής και η προς Β. εις Γιδά και εκείθεν εις Θεσσαλονίκην. Παρά την συνάντησιν δε των προς Μηλιάν και Μαυρονέρι οδών άρχεται ημιονική οδός με κατεύθυνσιν προς ΝΔ κατ' αρχάς και είτα Δ. φέρουσα προς το χωρίον Μόρνα (Σκοτεινά, κάτ. 246), και είτα υψηλότερον προς το θέρετρον Καρύτσης (Φτέρη, κάτ. 214), ολίγον άνωθεν και ΒΑ του οποίου ευρίσκεται η κορυφή των Πιερίων ορέων Φλάμπουρο, αφ' ης η θέα του Θερμαϊκού κόλπου, της Χαλκιδικής ολοκλήρου και μέχρι των στενών των Δαρδανελλίων θαυμασία. Εκείθεν δ' η οδός βαίνει διαχωριζομένη η μεν μία προς Καταφύγιον με κατεύθυνσιν ΒΔ, η δε με κατεύθυνσιν Δ. προς Σέρβια. Αριστερά της προς Μόρναν οδού παρατηρεί τις έν εκ των καλυτέρων ελληνικών δασικών συμπλεγμάτων, το δάσος Μόρνας - Φτέρης 96 χιλ. στρεμμάτων οξιάς.

Στενά Πέτρας

Περί των στενών της Πέτρας γιγνώσκομεν ότι δι' αυτών διέβη ο Αγησίλαος επανακάμπτων εκ της εις Ασίαν εκστρατείας και προ αυτού ο Βρασίδας πορευόμενος προς την Θράκην και βραδύτερον ο Κάσσανδρος βαδίζων κατά της Ολυμπιάδος, ουχί όμως και ο Ξέρξης. ούτος διέβη ανατολικώτερον επί του οροπεδίου της Ασκουρίδος, μεταξύ των λόφων Αναλήψεως και Μεταμορφώσεως παρά το δάσος της Καλλιπεύκης και εκείθεν παρά την πόλιν Γόνους. Εν δε τω κατά του Περσέως ρωμαϊκώ πολέμω διά των στενών της Πέτρας κατήλθε στρατιά εξ 8.000 ανδρών, ήν απέστειλεν ο εν τη αριστερά όχθη του Ενιπέως στρατοπεδεύων Ρωμαίος ύπατος, ίνα κυκλώση τον εν τη δυτική όχθη του ποταμού στρατοπεδεύοντα βασιλέα της Μακεδονίας Περσέα. Ούτος δε καίπερ βραδέως μαθών την κίνησιν των εχθρών, ουχ ήττον απέστειλε δύναμιν όπως κωλύση την κάθοδον των Ρωμαίων και αποφύγη την κύκλωσιν. Εν τω στενώ δε τούτω συνέβη η φοβερά σύρραξις των δύο αποσπασμάτων, καθ' ήν υπεχώρησαν μεν οι Μακεδόνες, ο δε Περσεύς αναζεύξας ήγεν οπίσω την στρατιάν και προ της Πύδνης συνεκρότησε την περιβόητον μάχην (167 π.Χ.), καθ' ήν αυτός μεν ενικήθη και ηχμαλωτίσθη, κατελύθη δε το Μακεδονικόν κράτος. Επί της βυζαντινής εποχής μνημονεύεται συχνά το εν τω στενώ της Πέτρας φρούριον.


ΟΛΥΜΠΟΣ

Ο Όλυμπος (Έλυμπος), ο εκτεινόμενος κατ' αρχάς εις συνέχειαν μεγαλοπρεπών κορυφών εκ Δ. προς Α., καθ' όσον προβαίνει ανατολικώτερον καταπίπτει εκ του αιθερίου ύψους και υπό την επωνυμίαν Κάτω Όλυμπος τελευτά έτι μάλλον καταβαίνων εις την κοιλάδα των Τεμπών, την διανοιγομένην μεταξύ αυτού (2918 μ κατά την νεωτέραν καταμέτρησιν) και της Όσσης (1953 μ.), δι' ής ρέει εις τον Θερμαϊκόν ο Πηνειός. Το όρος τούτο το περιβάλλον εκ Β. την θεσσαλικήν πεδιάδα διά τε το ύψος και τα εκτεταμένα κατά τας κορυφάς και μασγήνους δάση του, και τας βαθείας αυτού χαράδρας και τον όλον εν γένει όγκον παραβάλλεται προς τας Άλπεις της Ελβετίας, αλλ' αι νοτιώτεραι αύται Άλπεις κείνται προς τούτοις υπό τον ωραίον γλαυκόν ουρανόν της Ελλάδος. 

Αι μεγαλοπρεπείς κορυφαί του Ολύμπου, περιβαλλόμεναι υπό γλυκείας και διαυγούς ατμοσφαίρας, δεν εμποιούσιν εις τον περιηγητήν την αυστηράν και μελαγχολικήν εκείνην εντύπωσιν, ήν αισθάνεταί τις ανερχόμενος τους παγώνας και βράχους των Ελβετικών Άλπεων, αλλά συγκινούσιν ηδέως τας αισθήσεις και εξάπτουσι την φαντασίαν. Ενταύθεν ο Όμηρος και ο Ησίοδος ενεπνεύσθησαν τας ωραίας ποιητικάς εικόνας, των οποίων η ανάγνωσις θα μαρτυρή εσαεί την απαράμιλλον καλλονήν των τόπων. Διακρίνομεν δε εις το όρος δύο πλευράς, την Β. ή Μακεδονικήν και Πιερικήν, ως εκ της εν αυτή εγκαταστάσεως της θρακικής φυλής των Πιέρων, και την Μ. ή Θεσσαλικήν και Περραιβικήν, ως εκ της εν αυτή ενοικήσεως της πελασγικής φυλής των Περραιβών. και αύτη μεν, ει και στερουμένη εντελώς δασών, δεν παρουσιάζει την κραταιάν και άφθονον βλάστησιν εκείνης, ενέχει όμως αρόσιμα οροπέδια, ευχλόους νομάς, διαρρεομένας υπό διαυγεστάτων ρυακίων, ένθα βόσκουσι πολλά ποίμνια. Εν τη πλευρά ταύτη υπάρχει και η ορεινή λίμνη Ασκουρίς (Νεζερός). 

Το Μ. τούτο τμήμα του Κάτω Ολύμπου φθάνει κατά την υψίστην κορυφήν εις 2918 μ. Όλως αλλοίαν όψιν παρουσιάζει η Β. πλευρά του Ολύμπου. και ενέχει μεν και αύτη πλουσίας νομάς, αλλά διακρίνεται προ πάντων διά την μεγαλοπρέπειαν και έκτασιν των δασών και τας βαθείας και αποτόμους χαράδρας, αίτινες διαυλακούσι τας πλευράς. Ενταύθα μεταξύ του χωρίου Σκοτίνα (κ. 741) και του όρους Μεταμορφώσεως εκτείνεται το δάσος της Καλλιπεύκης, διαρρεόμενον υπό αφθόνων υδάτων και διά του οποίου κατήλθον εις την Πιερίαν αι ρωμαϊκαί λεγεώνες? ενταύθα υπέρ την παρά την θάλασσαν προς Α. κωμόπολιν Λιτόχωρον (κ. 4602), παρατηρείται η βαθυτέρα και αποτομωτέρα χαράδρα του Ολύμπου, ήτις φαίνεται διήκουσα μέχρι των εγκάτων του όρους ή μάλλον σχηματίζουσα από της παλαιάς μονής του Αγίου Διονυσίου κύκλον εν είδει διανοιγέντος τεχνητώς, ούτως ειπείν, λατομείου με αποτόμους και καθέτους πλευράς (900-1550 μ.), αρχομένας από των υψηλοτέρων κορυφών του Ολύμπου.

Εντός της κυκλοτερούς ταύτης στεφάνης, της περιβαλλομένης πανταχόθεν υπό των καθέτως κατεσχισμένων βράχων, κυλινδείται εν μέσω σωρείας βράχων και ογκολίθων, εν θορυβώδει παφλασμώ, ο Ενιπεύς ποταμός φερόμενος προς την πεδιάδα διά του βαθέος στενού μεταξύ της μονής Αγίου Διονυσίου και άκρων Λιτοχώρου. Έτι βορειότερον, δι' ετέρας χαράδρας, αγούσης εις το στενόν της Πέτρας, καταρρέουσι τα ύδατα του Ελικώνος. Και αι μεν κατώτεραι μοίραι του όρους, ιδίως παρά την κοίτην των καταρρεόντων χειμάρρων και εν αυτή, καλύπτονται υπό των υδροχαρών πλατάνων, αίτινες εν τοις υψηλοτέροις αντικαθίστανται υπό καστανεών και ιδίως κατά τας περιοχάς χ. Παντελεήμονος και Σκοτίνες και έτι υψηλότερον υπό ελάτων και πεύκων. κραταιοτάτη δε είνε η βλάστησις κατά το στενόν της Πέτρας και περί την μονήν του Αγίου Διονυσίου, ήτις κείται εν μέσω αγρίας και ρωμαντικής φύσεως, 3 ώρας ΒΔ του Λιτοχώρου. 

Βαθέα δάση πευκών καλύπτουσι τας όχθας του εκ των κορυφών του όρους παρά την μονήν κατερχομένου Ενιπέως, άτινα ανωτέρω αντικαθίστανται υπό πυκνοτάτου δάσους ελάτων, καλουμένου διά την σκιερότητα Μαυρολόγγου. Υπεράνω παύει πάσα βλάστησις (αλπική ζώνη) και άρχονται αι φαλακραί και εκ φαιού τιτανολίθου συνιστάμεναι πλευραί, διηυλακωμέναι υπό απείρων ρωγμών, εν αίς καθ' όλον το έτος διαμένει η χιών, όθεν επρομηθεύοντο αυτήν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πιερίας. Ενταύθα εισέρχεταί τις εντός ευρυτάτου κύκλου, ένθα αμφιθεατρικώς είνε κατεταγμένοι καθ' οριζοντίους στιβάδας οι κολοσσιαίοι τιτανόλιθοι, εξ ών συνίστανται αι κορυφαί του όρους. 

Εκ του βάθους του κύκλου τούτου υψούνται καθέτως υψηλοί και κατεσχισμένοι βράχοι, αποτελούντες μίαν των υψηλοτέρων κορυφών του όρους την καλουμένην Άγιος Αντώνιος ή Καλόγηρος ή Παλιομανάστρι (2815 μ.), ολίγον δε προς Μ της κορυφής ταύτης υψούνται έτεραι κορυφαί, ως θόλοι βυζαντινής εκκλησίας, των οποίων η υψίστη υπέρ την κοιλάδα της Καρυάς κατά τα στενά των Καναλίων, των εξ Ελασσόνος εις Θερμαϊκόν αγόντων, καλείται παρά των εγχωρίων Τσουμά.


Ενταύθα, τω 1860, ευρέθη στήλη εκ λίθων, ιδρυμένη προς καταμέτρησιν του βάθους της πιπτούσης χιόνος, ως και συντρίμματά τινα κεράμων ανήκοντα εις προϋπάρχοντα ενταύθα χριστιανικόν ναΐσκον. Πέραν της κορυφής ταύτης, προς Β., εκτείνεται μικρόν τι οροπέδιον, και εκ της Β. πλευράς αυτού ανυψούται η ετέρα των υψίστων κορυφών του Ολύμπου, η καλουμένη εκ τινος εκεί ιδρυμένου ναϊσκου του Αγ. Ηλία (κν. Άϊ-Λιας, 2910 μ.). Κατά τα ΒΑ υπάρχει και άλλη υψηλοτέρα κορυφή. Μεταξύ των δύο τούτων κορυφών βλέπει τις εκ Κατερίνης να σχηματίζεται εκ της εξωτερικής διαμορφώσεως των κλίσεων και των πλαγιών μορφή ανθρωπίνη ως κεφαλή ανθρώπου πλαγιασμένου, με γενειάδα, ρίνα ευθείαν και οφρύς συνεσπασμένας, την οποίαν οι κάτοικοι αποκαλούν κεφαλήν του Διός.

Άνοδος εις Όλυμπον

Ίνα ανέλθη τις επί του Ολύμπου έχει ανάγκην οδηγών εμπείρων? διότι αι πολλαί και βαθείαι χαράδραι αι διαυλακούσαι τας πλευράς του όρους, καθιστώσι δύσκολον την ανεύρεσιν της στενωπού, ήτις δίκην ισθμού ενώνει τας διά των χαραδρών χωριζομένας πλευράς. Δύναται δε τις να επιχειρήση την επί των υψίστων κορυφών ανάβασιν είτε εκ της Β. πλευράς αυτού υπέρ το μοναστήριον του Αγίου Διονυσίου (μον. 4), είτε εκ της ΒΔ. πλευράς υπέρ το χωρίον Κοκκινοπλός (κάτ. 1619), ου μακράν της διά των στενών της Πέτρας αμαξιτού, είτε τέλος εκ της Μ. πλευράς υπέρ την κοιλάδα της Καρυάς εις την κορυφήν Τσουμά. 

Η ανάβασις μέσω της μονής του Αγίου Διονυσίου άρχεται από του μέσου της εκ του μετοχίου Αγίου Διονυσίου προς μονήν Αγίου Διονυσίου οδού, με κατεύθυνσιν προς ΒΔ, και εν μέσω δάσους ελάτης και πεύκης, αλλά καθίσταται λίαν δύσκολος εις τι σημείον επί των κορυφών και προ της κορυφής Καλόγηρος, καθ' όσον οφείλει ο αναβαίνων να διέλθη διά στενού, πλάτους ολίγων ποδών, ένθεν κακείθεν του οποίου χαίνουσιν απότομοι καταπτώσεις εκατοντάδων μέτρων, πράγμα το οποίον προκαλεί ίλιγγον. Η διά του Κοκκινοπλού ανάβασις είνε ηπιωτέρα, αλλά μάλλον επίπονος λόγω του πετρώδους, αβάτου και ανηφορικού του εδάφους. είνε όμως προτιμωτέρα αύτη λόγω του μη κινδυνώδους. Η εκ του νότου ανάβασις μέχρι της κορυφής Καλογήρου και είτα του οροπεδίου, όπου ο Άϊ-Λιας, είναι επίσης καλυτέρα, αν και μάλλον μεμακρυσμένη, παρέχει δε μεγαλυτέραν και λαμπροτέραν θέαν μέχρι του κέντρου σχεδόν της Στερεάς Ελλάδος.

Προς δεξιά της Καρυάς υψούται λόφος φέρων επί της κορυφής λείψανα αρχαίων τειχών, ίσως του χωρίου Ευδιέρου, και δυτικώτερον τούτου εκτείνεται η τρίτη κοιλάς του κάτω Ολύμπου, η καλουμένη του Σπαρμού (εκ του ομωνύμου χωρίου και μονής), ήτις οριζομένη εκ Μ υπό συνεχούς σειράς αποτόμων λόφων περιβάλλεται εκ των άλλων μερών υπό των μεγαλοπρεπών πλευρών του Ολύμπου, καθηκουσών εκ των υψίστων κορυφών εις την κοιλάδα. είνε δε αύτη ευφορωτάτη, κεκαλυμμένη υπό αμπέλων και παράγουσα οίνον, σίτον και κριθήν, διαρρεομένη υπό ρυακίου, του οποίου τα ύδατα σκιαζόμενα υπό υψηλών πλατάνων ενούνται κατωτέρω μετά του εκ Καρυάς κατερχομένου. Αι δε υπέρ την κοιλάδα πλευραί του Ολύμπου καλύπτονται υπό δρυών και ανωτέρω υπό ελάτων και πιτύων, εν τω μέσω των οποίων κρύπτεται η μονή της Αγ. Τριάδος. Σταυροπηγιακή ούσα, ιδρύθη ως η της Πέτρας επί Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου (1283-1328). 

Κατά το ΒΑ. άκρον της κοιλάδος του Σπαρμού κείνται τα χωρία Πολιάνα και Σκαμνιά (κάτ. 660). Ο μέλλων να επιχειρήση την ανάβασιν του Ολύμπου εκδρομεύς θα αποζημιωθή διά τον κόπον του εκατονταπλασίως. διότι η εκ των κορυφών του Ολύμπου άποψις είναι θαυμασία: αφ' ενός μεν καθοράται σύμπασα η Μακεδονία, αφ' ετέρου δε άπασα η Θεσσαλία, των οποίων αι λίμναι και οι ποταμοί φαίνονται ωσεί επί πίνακος τοπογραφικού. Και προς Μ μεν αποκλείει τον ορίζοντα ο μεγαλοπρεπής Παρνασσός, αμιλλώμενος προς τον Όλυμπον κατά τε το ύψος (2458 μ.) και τον όγκον, προς Α. δε σχηματίζει η θάλασσα ευρύ τόξον από του όρους Άθω μέχρι των ακτών της Μυτιλήνης, και προς Δ. εκτείνεται επί του ορίζοντος η μακρά και πολυκόρυφος σειρά της Πίνδου.

Μυθολογία

Επί των κορυφών τούτων του Ολύμπου έθεσεν η φαντασία των προγόνων ημών την μακαρίαν κατοικίαν των θεών, Ολυμπίων κληθέντων, τας δε αγρίας χαράδρας των Β. πλευρών και τας εν αυταίς κρήνας των διαυγών υδάτων και την μεγαλοπρεπή ερημίαν των εκτεταμένων δασών εθεώρησαν ως έδραν και κατοικίαν των Πιερίδων Μουσών. Τινές πιστεύουσιν ότι η καθιέρωσις του Ολύμπου τοις 12 μεγίστοις θεοίς, τοις Ολυμπίοις και ταις Μούσαις, εγένετο κατά πρώτον υπό των υπ' αυτών εγκατασταθεισών μικρών και ασήμων φυλών, της πελασγικής των Περραιβών και της θρακικής των Πιέρων. Αι φυλαί αύται ελθούσαι εις επιμειξίαν μετά των την Θεσσαλικήν πεδιάδα κατοικούντων Αιολέων, μετέδωκαν αυτοίς τον ιερόν αυτών ενθουσιασμόν και εις τούτο οφείλεται ίσως η πρόωρος ανάπτυξις και το βαθύ αίσθημα της αιολικής ποιήσεως και η μεγαλοπρεπής παράστασις των μνημείων των Μουσών, εν τη καλουμένη κοιλάδι των Μουσών. 

Βραδύτερον δε αι φυλαί αύται, συγκατελθούσαι μετά των Αιολέων ή και μόναι, εγκατέστησαν παρά τας υπωρείας του Παρνασσού και του Ελικώνος (Ελικωνιάδες Μούσαι) και έτι μεσημβρινώτερον εν τη Ελευσίνι, συναποφέρουσαι την λατρείαν των τοπικών αυτών θεοτήτων. ταύτας δ' εκεί παραλαβόντες οι αοιδοί της μεσημβρινωτέρας Ελλάδος αφήρεσαν τον άγριον αυτών και τοπικόν χαρακτήρα και περιέβαλον διά καλλονής δι' ής ενησμενίζετο να κοσμή τα πλάσματα αυτής η ελληνική φαντασία. Ούτω, διά των αθανάτων επών του Ομήρου και του Ησιόδου μεταδοθείσαι, αι θεότητες εκείναι εγένοντο το αντικείμενον της λατρείας και του σεβασμού άπαντος του Ελληνικού γένους. Και η μεν πελωρία θεότης των Πελασγών, ο Ζευς, μετεβλήθη εις τον ιδεώδη ελληνικόν θεόν, αι δε άγριαι και ενθουσιώδεις δρυάδες των πιερικών δασών, αι Μούσαι, αι τροφοί του Διονύσου, εγένοντο έφοροι των γραμμάτων και των επιστημών.

Κατά τον Μεσαίωνα ο Όλυμπος δεν αναφέρεται ειμή ότε κατέλαβον τας υπωρείας αυτού βλαχικά φύλα, ών τινα χωρία σώζονται εισέτι εξελληνισθέντα. Επί δε της βυζαντινής εποχής, κατά τας επιδρομάς των βαρβάρων ορδών των Γότθων, Βουλγάρων, Βλάχων, Σταυροφόρων και Σέρβων, αναφέρονται πάλιν εν τη ιστορία αι επί των υπωρειών του όρους κείμεναι πόλεις και αι στενωποί αυτού. Η ευσέβεια αυτοκρατόρων τινών της εποχής εκείνης ίδρυσεν επί του όρους ιερά μοναστήρια, περισωζόμενα μέχρι σήμερον, ών τινα διασημότατα. Τέλος, μετά την τουρκικήν κυριαρχίαν, το όρος κατέστη διαβόητον ως το τελευταίον καταφύγιον των αρματολών και κλεφτών. Και νέα τότε ποίησις ανθηρά, επίσης αληθής και πρωτότυπος ως η του Ομήρου και Ησιόδου, κατέστησε εξακουστόν εις όλον τον κόσμον τον Γέρο-Όλυμπο.


0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου


Φιλικά blogs

Επικοινωνία

Για επικοινωνία: