Οδοιπορικό στην Ελλάδα του 18ου αιώνα

Αναρτήθηκε από Olympus-Pieria Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012


Στα μέσα του 18ου αιώνα, μία νέα γενιά περιηγητών της Ευρώπης, οι οποίοι διαφοροποιούνται ως προς τους σκοπούς και τον τρόπο αντίληψης των προγενέστερων, καταφτάνουν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των μεγάλων και μακροχρόνιων ταξιδιών τους στις σημαντικές πόλεις - σταθμούς της Γηραιάς ηπείρου. 

Μεταξύ αυτών, και δύο σουηδοί περιηγητές, ο Γιάκομπ Γιόνας Μπγιέρνστολ (Jacob Jonas Bjornstahl) και ο Άντολφ Φρέντρικ Στούρτζενμπεκερ (Adolf Fredrik Sturtzenbecker), οι οποίοι κατά την περίπου επτάμηνη παραμονή τους στην Ελλάδα, ταξίδεψαν σε πολλές επαρχιακές πόλεις της και ερεύνησαν συστηματικά τη ζωή της περιφέρειας, κατέγραψαν τον πολιτιστικό και πνευματικό πλούτο της, αφήνοντας πίσω τους πληροφορίες πολύτιμες για τη χώρα μας, πολλές από τις οποίες άγνωστες και ανέκδοτες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των δύο περιηγητών στις μονές της Θεσσαλίας, όπου στις βιβλιοθήκες τους βρίσκουν - αν και σε κακή κατάσταση - βιβλία, εκκλησιαστικά κείμενα και αρχαία χειρόγραφα, τα μελετούν, τα καταγράφουν σε λίστες και αντιγράφουν εδάφια ορισμένων χειρογράφων. 

Οι πληροφορίες του Μπγιέρνστολ αποτέλεσαν σημείο αναφοράς μεταγενέστερων ταξιδιωτών. Σήμερα, τα σημειωματάρια, οι επιστολές, τα περιηγητικά ημερολόγια, τα προσωπικά αντικείμενα διασώζονται στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες της Ουψάλας και της Λουντ και στα κρατικά σουηδικά αρχεία. 

Στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών - το παλαιότερο νεοελληνικό τμήμα στη Σκανδιναβία και ένα από τα 27 τμήματα που διαθέτει το πανεπιστημιακό Κέντρο Γλωσσών και Λογοτεχνίας - διεξάγει έρευνα για το περιεχόμενο των πλούσιων καταγραφών των δύο περιηγητών ο λέκτορας Νεοελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου της Λουντ Βασίλης Σαμπατακάκης, μέλος τετραμελούς ερευνητικής ομάδας, η οποία χρηματοδοτείται για την επόμενη πενταετία από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Σουηδίας.

«Και οι δύο γνώριζαν εκτός της αρχαίας και τη νέα ελληνική γλώσσα. Έτσι, έχουν την δυνατότητα να συνομιλούν απευθείας με τους ανθρώπους που συναντούν στην Ελλάδα και να μελετούν σημαντικά χειρόγραφα και επιγραφές που έβρισκαν σε μοναστήρια, αρχαιολογικούς χώρους αλλά και σε κατοικημένες περιοχές. Παρουσιάζουν μία πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Θεσσαλίας, ενώ είναι οι πρώτοι Ευρωπαίοι περιηγητές με επιστημονική κατάρτιση. 



Αυτό που τους διαφοροποιεί από άλλους περιηγητές είναι ότι δεν ήθελαν να αγοράσουν ή να αποσπάσουν χειρόγραφα, αλλά να τα μελετήσουν και να καταγράψουν ό,τι θεωρούσαν ενδιαφέρον. Και αυτό φαίνεται από τη δουλειά που έκαναν στην καταγραφή σημαντικών εγγράφων και χειρογράφων της εποχής, όπως για παράδειγμα αυτών που βρίσκονταν στα μοναστήρια των Μετεώρων. Χάρη στην εργασία τους αυτή έχουμε πληροφορίες για χειρόγραφα, που σήμερα είναι χαμένα ή κατεστραμμένα» επισημαίνει ο κ. Σαμπατακάκης.

Την επιστημονικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν οι δύο Σουηδοί τα ευρήματά τους διαβεβαιώνει και στο πλούσιο ερευνητικό του έργο για τους ξένους «ταξιδιώτες» στην Ελλάδα, ο δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας Κυριάκος Σιμόπουλος.

Η έλευση Σουηδών στη Ελλάδα ξεκινά από το 200 μ.Χ. όταν νομάδες Έρουλων από τη βόρεια Γερμανία και τη Νοτιοανατολική Σκανδιναβία φτάνουν στη χώρα και λεηλατούν την Αθήνα- πυρπολήθηκε ολοσχερώς και διασώθηκε μόνο η Ακρόπολη και μεμονωμένα οικοδομήματα, όπως ο ναός του Ηφαίστου στο Θησείο, το Πάνθεον κ.ά.- και τη Σπάρτη. 

Το επόμενο μεγάλο κύμα Σκανδιναβών φτάνει στην Κωνσταντινούπολη μετά το 850, ως μέλη της ανακτορικής φρουράς - νεότερες σουηδικές έρευνες τους υπολογίζουν περίπου στις 10.000. Από το 1500 και μετά εμφανίζονται στη Ελλάδα διάφοροι Σουηδοί αρχαιολάτρες ή αρχαιολόγοι, ελληνιστές, στρατιωτικοί, βοτανολόγοι, θεολόγοι.

Μέχρι τον 18ο αιώνα, τα περιηγητικά βιβλία για την Ελλάδα είναι λιγοστά (Popocke Richard, 1704-1765, A Description of the East and Some other Countries, Richard Chandler, (1650-1723), A Journey into Greece, και George Wheler, Voyage de Damlatie, de Grece et du Levant, 1684) και έτσι οι συγκεκριμένοι δύο Σουηδοί περιηγητές αξιοποιούν τις πληροφορίες των Ελλήνων περιηγητών και γεωγράφων, του Παυσανία (2ος αιώνας) και του Στράβωνα (1ος αιώνας).



Ο Μπγιέρνστολ, το Grand Tour και το οδοιπορικό στην Ελλάδα

Στις αρχές του 18ου αιώνα, είχε μεγάλη απήχηση στους νεαρούς γόνους πλούσιων και ευγενών οικογενειών, το λεγόμενο Grand Tour (Μεγάλη Περιοδεία), που αποτελούσε ένα ταξίδι μόρφωσης, καθώς μέσα από αυτό οι ταξιδιώτες ζούσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στις σημαντικές πόλεις της εποχής (Λονδίνο, Ρώμη, Παρίσι, Βερολίνο, Κωνσταντινούπολη, Ιεροσόλυμα κλπ) και στην Αθήνα, η οποία προσελκύει το ενδιαφέρον τους, λόγω των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής παράδοσης. 

Την εποχή εκείνη, η Σουηδία διατηρούσε μεγάλη πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πολύ εύκολο το πέρασμα των περιηγητών από εκεί στην Ελλάδα. 

Ο Μπγιέρνστολ γεννήθηκε το 1731 σε ένα χωριό έξω από τη Στοκχόλμη και σπούδασε αρχαία ελληνικά και ανατολικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας. 

Το 1767 άρχισε το Grand Tour, που διήρκεσε 12 χρόνια (ταξίδεψε στην Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία). Δεν είχε πλούσια και ευγενή καταγωγή και έτσι για να χρηματοδοτήσει το μεγάλο ταξίδι του, έστελνε τις περιηγητικές του εντυπώσεις σε εκδότη της Στοκχόλμης, ο οποίος τις μετέφραζε στα ιταλικά, στα γερμανικά και στα ολλανδικά και τις διέθετε σε διάφορους συνδρομητές. 

Έτσι, διασώθηκε μεγάλο μέρος των καταγραφών του, αφού τo περιηγητικό του ημερολόγιο αγοράστηκε από τον πρέσβη της Ρωσίας στη Σουηδία το 1814 και έκτοτε η τύχη του αγνοείται. 

«Οι πληροφορίες που περιέχονται στο ημερολόγιο θεωρούνται πολύτιμες, καθώς είναι αποτυπωμένες από πρώτο χέρι, όπως ακριβώς τις καταγράφει ο Μπγιέρνστολ, και όχι όπως τις παρουσιάζει ο εκδότης του. Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις εκδίδονται μεταξύ των ετών 1780 και 1784» λέει ο κ. Σαμπατακάκης.

Μεταξύ των αναγνωστών του Μπγιέρνστολ συμπεριλαμβάνεται και ο βασιλιάς Γουσταύος ο 3οs, ο οποίος του αναθέτει - από την Οξφόρδη, όπου βρισκόταν στον τελευταίο σταθμό του Grant Tour - αποστολή στην Κωνσταντινούπολη και στους Αγίους Τόπους, προκειμένου να βρει χειρόγραφα της Αγίας Γραφής.

Ο σουηδός περιηγητής μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, στην ιδιόκτητη πρεσβεία που διέθετε η Σουηδία στην περιοχή Πέραν της Πόλης, παρέμεινε τρία χρόνια και έμαθε τα νέα ελληνικά και τα τουρκικά. Το 1779, εν αναμονή της άφιξης ενός ελληνιστή που θα τον συνόδευε στους Αγίους Τόπους, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ελλάδα.



Το ταξίδι του ξεκινά από τη Θεσσαλία, όπου φτάνει αρχικά στο Βόλο με ένα σουηδικό καράβι από την Κωνσταντινούπολη, στις 24 Φεβρουαρίου 1770. Ο Βόλος αποτελεί ένα από τα βασικότερα λιμάνια της Μεσογείου και η Θεσσαλία μία από τις σημαντικές, στρατιωτικά και οικονομικά, περιοχές για το Οθωμανικό κράτος. 

Βασικός προορισμός του Σουηδού περιηγητή είναι τα μοναστήρια των Μετεώρων, όπου έχει ήδη αρχίσει η παρακμή τους, όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. 

Ο Μπγιέρνστολ είχε υπόψη του αναφορές περιηγητών του 1600, σύμφωνα με τις οποίες τα ταξίδια στην ελληνική ενδοχώρα είναι επικίνδυνα, καθώς ληστρικές συμμορίες Αλβανών νέμονταν την ύπαιθρο, τα χωριά και τις πόλεις. Στις σημειώσεις του αποδίδει την ισχύ και ασυδοσία των ληστρικών αυτών ομάδων στην «διοικητική υποβάθμιση» της Λάρισας, επειδή δεν είχε τοποθετηθεί πασάς. 

Ωστόσο, ο ίδιος έχει εξασφαλίσει ένα φιρμάνι του Σουλτάνου, που του επέτρεπε να κινείται ελεύθερα, καθώς σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί και πολιτικοί κυβερνήτες των περιοχών που ταξίδευε, έπρεπε να του παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια. Επιπλέον, ενδύθηκε την τουρκική ενδυμασία για να περνά απαρατήρητος στις μετακινήσεις του, ενώ τον συνόδευε ένας γενίτσαρος που είχε οριστεί από την Πύλη.

Στα μέσα Μαρτίου φτάνει στη Λάρισα, όπου παρατηρεί την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων και την λειτουργία 23 τζαμιών και μίας εβραϊκής συναγωγής. Στον Τίρναβο ο μητροπολίτης Μελέτιος τον εφοδιάζει με συστατικές επιστολές για την πορεία του προς τα Τρίκαλα και τα Μετέωρα. 

«Υπάρχουν περίπου 20 επιστολές που γράφτηκαν από διάφορους Έλληνες μητροπολίτες ή προεστούς για τον Μπγιέρνστολ, προκειμένου να τον βοηθήσουν στο ταξίδι του και οι οποίες σύντομα θα εκδοθούν» αναφέρει ο κ. Σαμπατακάκης.

Όταν φτάνει στα Τρίκαλα διαπιστώνει ότι, ενώ το τουρκικό στοιχείο είναι πολύ μεγαλύτερο του ελληνικού, οι Έλληνες, όντας πλουσιότεροι, έχουν την δύναμη να ορίζουν τις τουρκικές αρχές. Γράφει χαρακτηριστικά ο Σουηδός περιηγητής: «Ο Έλληνας όταν έχει χρήματα γνωρίζει την τέχνη να φτιάχνει πολιτικά κόμματα και να αποκτά οπαδούς». Στα Τρίκαλα είχε συνάντηση με έναν από τους πιο μορφωμένους και φωτισμένους ανθρώπους της εποχής, τον αρχιεπίσκοπο Αμβρόσιο, ο οποίος του δώρισε την «Παλαιά και Νέα Γεωγραφία» του μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου. Το βιβλίο αυτό που τυπώθηκε στη Βενετία, το 1729, βρίσκεται στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ουψάλας.



Τα «χαμένα» χειρόγραφα

Αφήνοντας τα Τρίκαλα με κατεύθυνση τα Μετέωρα, περιγράφει τις εντυπώσεις του από τις κατεστραμμένες εκκλησίες και τα τζαμιά, αλλά και τη φτώχεια των κατοίκων της επαρχίας. 

Στη μονή του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα αντικρίζει ένα πλήθος ανθρώπων που ζουν εκεί φοβισμένοι από την αναρχία που επικρατεί εξαιτίας των ληστρικών συμμοριών. Στη βιβλιοθήκη της μονής περιγράφει πλούσιες συλλογές χειρογράφων, οι περισσότερες από τις οποίες είναι πατερικά - εκκλησιαστικά κείμενα. 

Ο σουηδός περιηγητής ενδιαφέρεται περισσότερο για τα αρχαία κείμενα, αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες μοναχών που επικαλείται «ένας καθολικός μοναχός από τη Ρώμη αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί πολλά χειρόγραφα».

Η περιήγησή του στα Μετέωρα συνεχίστηκε στη μονή Βαρλαάμ όπως και στη Μονή Βυτουμά στην Καλαμπάκα. «Όπου πηγαίνει περιγράφει μία αποκαρδιωτική εικόνα ως προς την κατάσταση των χειρογράφων. Βρίσκει τόσο πατερικά όσο και αρχαία κείμενα, ωστόσο τα περιγράφει ως παραπεταμένα, σκονισμένα και κατεστραμμένα από την υγρασία. 

Γράφει σε κάποιο σημείο του ημερολογίου του την άποψη που του μεταφέρουν οι μοναχοί, 'Τι να τα κάνουν τα χειρόγραφα αφού είχαν τόσα πολλά βιβλία και μάλιστα τυπωμένα', αναφέρει ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Λουντ.

«Ο Μπγιέρνστολ αφιερώνει πολύ χρόνο και υπομονή στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών για να αντιγράψει όσα θεωρεί ενδιαφέροντα. Η εργασία του αυτή έχει αφήσει πίσω του πολύ χρήσιμες πληροφορίες, που πραγματικά αποτελούν ένα ξεχωριστό αντικείμενο μεγάλης μελέτης» σχολιάζει ο καθηγητής. Παράδειγμα, ένα σημαντικό χειρόγραφο με τίτλο «Ιώσηπου, περί αλώσεως. Λόγοι Δ», το οποίο εντοπίζει στη Μονή Βαρλαάμ, μαζί με αποσπάσματα από έργα του Ησίοδου και του Σοφοκλή, με σχόλια στο περιθώριο. Ο Σουηδός περιηγητής χρονολογεί το χειρόγραφο στον 14ο αιώνα και καταγράφει τα σχόλια που βρίσκει.

Σύμφωνα με τον κ. Σαμπατακάκη, για τα χειρόγραφα αυτά και πολλά ακόμη, μετέπειτα ερευνητές και περιηγητές επισκέπτονταν τα μοναστήρια προκειμένου να τα μελετήσουν ή να τα αγοράσουν. Είναι χαρακτηριστική, αναφέρει ο κ. Σαμπατακάκης, η επίσκεψη του Άγγλου περιηγητή Κάρζον (Curzon), το 1834, στα Μετέωρα για να εντοπίσει χειρόγραφα με κείμενα του Ησίοδου και του Σοφοκλή, που είχε αναφέρει ο Μπγιέρνστολ, χωρίς ωστόσο να τα βρει ποτέ. 



Τον Ιούνιο επέστρεψε στη Λάρισα, από όπου αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιο Όρος. Περνώντας από τα Αμπελάκια, περιγράφει μία πλούσια κοινωνία με εκλεπτυσμένους Έλληνες που είχαν ζήσει στη Βιέννη και στη Λειψία, μιλούν τη γερμανική γλώσσα και δραστηριοποιούνται στις εξαγωγές νημάτων, τα οποία έβαφαν. 

«Από τα κείμενά του φαίνεται ότι είναι φανερά εντυπωσιασμένος από τους κατοίκους της περιοχής, γνωρίζει αρκετούς από αυτούς και συζητά για τις δυνατότητες εξαγωγής νημάτων στη Σουηδία αλλά και για την ανάγκη να γραφτεί μία νέα γεωγραφία για την Ελλάδα. Επίσης τους παροτρύνει να καταγράψουν συστηματικά την χλωρίδα και πανίδα της περιοχής κατά τα πρότυπα του Σουηδού βοτανολόγου Καρόλου Λινναίου» αναφέρει ο κ. Σαμπατακάκης.

Κατά την άφιξή του στο Λιτόχωρο αρρώστησε βαριά με υψηλό πυρετό. Ο Σουηδός πρόξενος της Θεσσαλονίκης απέστειλε σουηδικό πλοίο με έναν Γάλλο γιατρό για να μεταφέρουν στη Θεσσαλονίκη τον περιηγητή. Στις 8 Ιουλίου που επέστρεψαν, βρήκαν τις πόρτες του κάστρου της Θεσσαλονίκης κλειστές και την επόμενη μέρα ο περιηγητής πέθανε. 

Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε κάπου ανατολικά της Θεσσαλονίκης, παρουσία διαφόρων προξένων, ωστόσο, ο τάφος του δεν έχει βρεθεί ακόμη. Τα βιβλία του εστάλησαν στην βιβλιοθήκη της Ουψάλας, ενώ τα προσωπικά του αντικείμενα και οι επιστολές που είχε λάβει αρχειοθετήθηκαν στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Λουντ.

«Οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις δείχνουν έναν ουμανιστή με βαθιές επιστημονικές βάσεις στη γλωσσολογία και στις επιμέρους γλώσσες που έμαθε. Είναι ένας παρατηρητικός περιηγητής, ο οποίος μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την κατάσταση γενικότερα στη Θεσσαλία, για τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών, τις ελληνικές σπουδές στην Ευρώπη, την ελληνική γλώσσα της εποχής του, και πολλά άλλα κοινωνιολογικά στοιχεία, όπως ήθη και έθιμα των περιοχών που επισκέπτεται. Επίσης, μας μεταφέρει το ρόλο που έπαιξαν οι Έλληνες αντιγραφείς χειρογράφων στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και στην Αναγέννηση» υπογραμμίζει ο κ. Σαμπατακάκης.


Ο ιερέας περιηγητής Στούρτζενμπεκερ, οι καταγραφές και ένας γάμος στο Δίστομο

Το 1784, όταν εκδίδεται και ο τελευταίος τόμος με τις εντυπώσεις του Μπγιέρνστολ, έρχεται στην Ελλάδα από την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης ο ιερέας Άντολφ Φρέντρικ Στούρτζενμπεκερ, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Και αυτός, όπως ο πρώτος περιηγητής, είχε σπουδάσει στην Ουψάλα, ενώ στην Κωνσταντινούπολη έμαθε, επίσης, τα νέα ελληνικά και τα τουρκικά.

Πρώτος σταθμός του είναι η Θεσσαλονίκη (25 Φεβρουαρίου), στην οποία αναφέρεται με πολλές, λεπτομερείς περιγραφές για τα τείχη, τις πύλες και την πληθυσμιακή της σύσταση. Περιγράφει τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων, τις ενδυμασίες τους, αλλά και τον αριθμό κάθε εθνότητας, σύμφωνα με πληροφορίες που διαθέτει από τον πρόξενο της Σουηδίας στην Θεσσαλονίκη.

«Ο δεύτερος σουηδός περιηγητής, δεν είχε ταξιδέψει σε άλλες χώρες. Είναι περισσότερο περιγραφικός, καταγράφει και αναφέρεται με γλαφυρές λεπτομέρειες στην αρχιτεκτονική και διακόσμηση των κτιρίων, των αρχαίων μνημείων και των εκκλησιών της εποχής, αλλά και στον τρόπο που ζούσαν οι κάτοικοι της πόλης. Αφιερώνει ολόκληρες σελίδες για την ‘Αψίδα του Θριάμβου’ (Καμάρα) με περιγραφές για τις παραστάσεις των γλυπτών που φέρει» λέει ο καθηγητής.

Ο Στούρτζενμπεκερ παραθέτει πληροφορίες για τις οικογένειες που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και γράφει ότι συνολικά υπάρχουν 80.000 σπίτια. Κατά τον ίδιο, οι μουσουλμάνοι αριθμούν τις 30.000 οικογένειες, οι Εβραίοι 20.000 οικογένειες και οι Έληνες 15.000.

Περιγράφει τη ζωή των Φραγκισκάνων μοναχών και των προτεσταντών και αναφέρει ότι λειτουργούσαν 32 εβραϊκές συναγωγές. Για τις μεγάλες ελληνικές εκκλησίες, όπως της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Παντελεήμονα - που έχουν μετατραπεί σε τζαμιά - περιγράφει τις τοιχογραφίες και τα μωσαϊκά, ενώ για τις μικρότερες και νεότερες εκκλησίες αναφέρει ότι είναι 24. Για την Ροτόντα - παλιά μητρόπολη - γράφει ότι εκεί βρισκόταν το «πάνθεον των αρχαίων Ελλήνων», επικαλούμενος πληροφορίες άλλων.

Το ταξίδι του συνεχίζεται στη Λάρισα, τα Μετέωρα, το Μέτσοβο, τα Γιάννενα, την Άρτα, από όπου επιστρέφει στη Λάρισα και από κει μεταβαίνει στους Δελφούς, στο Δίστομο και στην Λειβαδιά, όπου τελικά πεθαίνει, έχοντας περιηγηθεί στην Ελλάδα επί έξι μήνες. Στα Μετέωρα καταγράφει σε λίστες τα βιβλία που βρίσκει, ενώ στους Δελφούς αντιγράφει όλες τις επιγραφές, ακόμη και τα σχέδια των γλυπτών πάνω σε αυτές.

Στη Μονή Αγίου Διονυσίου, στον Όλυμπο, καταγράφει τους τίτλους ενός μεγάλου αριθμού βιβλίων, κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου, τυπωμένων από το 1530 έως το 1764. Στη Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα περιγράφει διάφορα χειρόγραφα, κυρίως Ιερά «Τετραευαγγέλια» με εξωτερικό περίβλημα από ασήμι, αλλά και τυπωμένα κοσμικά βιβλία όπως λεξικά, εκδόσεις έργων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.ά.

Στο χωριό Ρωμαίικο, κοντά στη Λιβαδειά, βλέπει έξω από την εκκλησία μία ανάγλυφη πλάκα ύψους περίπου δύο μέτρων την οποία και σχεδιάζει στο ημερολόγιό του, πιστεύοντας ότι είναι ο θεός Πάνας. Η στήλη, που χρονολογείται στο 490 π.Χ. βρίσκεται στο Αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών και απεικονίζει έναν άνδρα που δίνει μία ακρίδα σε ένα σκύλο.

Στα Σάλωνα εντυπωσιάζεται από τις καλές σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων και στη Ρούμελη συναντά τον μπέη Σπυριδάκη Στάμου, έναν πλούσιο Έλληνα προύχοντα της Λειβαδιάς, τον οποίο συνοδεύει σε έναν γάμο στο Δίστομο.

Ο Στούρτζενμπεκερ φαίνεται από τις σημειώσεις του να εντυπωσιάζεται από τα γαμήλια έθιμα του χωριού, τα οποία περιγράφει γλαφυρά.

Γράφει χαρακτηριστικά: «…ο γάμος διήρκεσε τρεις μέρες. Η τελετή έγινε στο σπίτι του γαμπρού, όπου όλοι μπήκαν σ’ ένα μακρόστενο δωμάτιο, η νύφη με 6 αρματωμένους και τους συγγενείς της στη μια πλευρά και ο γαμπρός με τους δικούς του ανθρώπους στην άλλη. Ο ιερέας που θα τελούσε το γάμο εισήλθε με ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί και κρατώντας το πάνω από το κεφάλι της νύφης το έκοψε στα τέσσερα κάνοντας το σχήμα του σταυρού. Έπειτα το μοίρασε στους αρματωμένους που ήταν στημένοι μπροστά από τη νύφη. Έκανε ακριβώς το ίδιο και στην πλευρά που ήταν ο γαμπρός περιτριγυρισμένος από τους φίλους του. Ξαφνικά άρχισε ένας αρτοπόλεμος με κομματάκια ψωμιού και από τις δύο πλευρές, με σκοπό οι φίλοι της νύφης να πετύχουν το γαμπρό και τους φίλους του και το αντίθετο. Η φυσική τους ένωση τη νύχτα θα αποτρεπόταν αν ένα κομματάκι ψωμιού πετύχαινε έναν από τους δύο νεόνυμφους. Ήταν όμως και οι δύο τόσο καλά περικυκλωμένοι από τους δικούς τους, που αυτό ήταν αδύνατο. Τα κομμάτια ψωμιού έπεφταν βροχή κι από τις δύο πλευρές που αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Είναι δύσκολο να περιγράψω όλες αυτές τις εκδηλώσεις. Οι περισσότερες είναι ευνόητες από μόνες τους και καλοπροαίρετες, αλλά το φαγητό, η κατάχρηση, το πιοτό και ο αρτοπόλεμος είναι αμαρτίες. Η μουσική που έπαιζαν από χτες το απόγευμα ξεσήκωσε τα κορίτσια του χωριού. Οι παρθένες ήταν όλες ντυμένες το ίδιο και χόρευαν γύρω από τους μουσικούς. Όταν όμως νύχτωσε, χόρευαν γύρω από μία φωτιά που είχαν ανάψει έξω. Ο χορός τους είναι, και δικαίως αποκαλείται, ρωμαίικος (sic) και αποτελεί τη μεγαλύτερη διασκέδαση των Ελλήνων».

Ο περιηγητής πέθανε ύστερα από δεκαπέντε μέρες στη Λιβαδειά «μετά από υψηλό πυρετό που προκάλεσε πρήξιμο των χεριών και τον ποδιών του», σύμφωνα με την επιστολή που έστειλε ο Σπυριδάκης Στάμου στο Σουηδό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Σπυριδάκης Στάμου, που ήταν και πρόξενος της Σουηδίας στην περιοχή, φρόντισε για την ταφή του Σουηδού ιερέα και την αποστολή των υπαρχόντων του, μεταξύ αυτών και του περιηγητικού ημερολογίου του, στην πρεσβεία της Σουηδίας στην Κωνσταντινούπολη, από όπου κατέληξαν στη βιβλιοθήκη της Ουψάλας.

«Διαβάζοντας τα γραπτά του και παρατηρώντας τα σκίτσα που έχει σχεδιάσει στην Ελλάδα βρίσκουμε ένα πλήθος πληροφοριών που δεν έχουν ακόμη αξιολογηθεί» σημειώνει ο κ. Σαμπατακάκης.

Πηγή: nooz.gr

0 σχόλια

Δημοσίευση σχολίου


Φιλικά blogs

Επικοινωνία

Για επικοινωνία: