Αναρτήθηκε από
Olympus-Pieria
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013
Άρθρο της Σοφίας Κουτσελίνη
Γεννήθηκε στο χωριό Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 11 Μαρτίου του 1879. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γεωργανάς. Του έδωσαν το όνομα του παππού του, του Βασίλειου Γεωργανά που ζούσε στην Ιθάκη.
Πήγε σε σχολείο της Μυτιλήνης όπου είχε καλή επίδοση σε όλα του τα μαθήματα. Τον ελεύθερο χρόνο του τον αφιέρωνε κοντά στον ζωγράφο Λουκά Γεραλή που ασχολούνταν ταυτόχρονα και με τη φωτογραφία. Κοντά του έμαθε την τέχνη της φωτογραφίας και άρχισε να μαθαίνει τον χειρισμό και τα μυστικά της και αργότερα αγόρασε μια δική του φωτογραφική μηχανή. Από τότε η φωτογραφική μηχανή τον συνόδευε σε κάθε επαγγελματική του δραστηριότητα.
Πήγε για κάποιο διάστημα στα εφηβικά του χρόνια, στη Σμύρνη, στον περίφημο για την εποχή του ζωγράφο Παναγιώτη Πολυχρόνη και εκεί ολοκλήρωσε το ταλέντο του στο σχέδιο και στη ζωγραφική. Μετά αποφάσισε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική και πήγε στην Αθήνα όπου και γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Παρακολουθεί μαθήματα από τους διάσημους δασκάλους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ροϊλό και ταυτόχρονα άρχισε να δημιουργεί τον πρώτο κύκλο γνωριμιών του ανάμεσα σε πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες της Αθήνας.
Ο Πρόξενος της Ελλάδος στην Σμύρνη, που αργότερα πήρε μετάθεση για την Αμβέρσα του Βελγίου, είχε μαζί του σαν παιδαγωγό την αδελφή του Βασίλη, Πελαγία η οποία τον παρακάλεσε να δώσει μια ευκαιρία στον αδελφό της. Ο Πρόξενος τον προσκάλεσε στην Αμβέρσα όπου παρακολούθησε την σύγχρονη καλλιτεχνική κίνηση και την εξέλιξη της Φλαμανδικής ζωγραφικής από την έμπνευση και τη θεματογραφία μέχρι τα πρακτικά μέσα της εκδηλώσεώς της. Μετά γύρισε και πάλι στην Μυτιλήνη. Έφυγε και ξαναπήγε στη Σμύρνη όπου έζησε 22 χρόνια συνολικά.
Εκεί ασχολήθηκε με όλα τα είδη της ζωγραφικής τέχνης: Προσωπογραφία, τοπιογραφία, θαλασσογραφία, τις ηθογραφικές σκηνές, το γυμνό, τη νεκρή φύση, το γραμμικό σχέδιο, ελεύθερα θέματα και λυρικές απεικονίσεις. Έκανε περισσότερες από 12 εκθέσεις στην Ευρωπαϊκή οδό του Φραγκομαχαλά, που όλες γνώρισαν τεράστια επιτυχία.
Το 1922 μετά την καταστροφή της Σμύρνης, στην προκυμαία ανάμεσα στους άλλους πρόσφυγες που περίμεναν να φύγουν για την Ελλάδα, περίμενε και ο 42χρονος ζωγράφος Ιθακήσιος. Στα ερείπια της Σμύρνης που καιγόταν, άφηνε έναν μεγάλο έργο που έφτανε στον αριθμό των 3.000 πινάκων περίπου και έφευγε από τη Σμύρνη που τόσο αγάπησε με ελάχιστους πίνακες.
Στην Αθήνα όπου πρωτοεγκαταστάθηκε, πρόσφυγας πλέον, ο Βασίλης Ιθακήσιος, βρήκε παλιούς του φίλους από τα σπουδαστικά του χρόνια που συμμετείχαν στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο της Αθήνας του 1922. Πολλοί από τους φίλους του ήταν φυσιολάτρες και είχαν ιδρύσει τον οδοιπορικό σύνδεσμο. Μετά από ορισμένους περιπάτους σε διάφορα βουνά της Ελλάδος, αποφάσισε να αρχίσει να τα ζωγραφίζει. Από τότε άρχισε να σκέφτεται να ζήσει σε κάποιο βουνό και να απομακρυνθεί από την πόλη.
Το 1928 θα ανεβεί με τον Κάκαλο στον Όλυμπο φθάνοντας στη σπηλιά που θα ονομάσει «Άσυλο των Μουσών» και θα περάσει πολλά καλοκαίρια, από το 1928 έως το 1940, ζωγραφίζοντας πάνω από 500 πίνακες με διαφορετικές όψεις του Ολύμπου. Σήμερα είναι γνωστή ως “σπηλιά του Ιθακήσιου”.
Κάνει τη σπηλιά παλάτι του, με εφόδια δύο τρία σκαμνιά, ένα σεντούκι, ένα πιθάρι, δοχεία για νερό, καλάθια, λάμπες πετρελαίου, στρωσίδια, ξύλα για φωτιά και, φυσικά, τα σύνεργα της ζωγραφικής του. Στα τοιχώματα ζωγράφισε τις Μούσες και δύο φορές την εβδομάδα έρχονταν, με ζώα, οι προμήθειες από το χωριό.
Ήθελε να ζήσει κοντά στη φύση, να τη χαρεί, να τη ζωγραφίσει και να την παρουσιάσει σε εκθέσεις του. Να τη δει πολύς κόσμος και να την αγαπήσει και να παρακινηθεί να βγει στο ύπαιθρο, να ανέβει στο βουνό, όπως έκαναν μέχρι τότε μόνο μικρές ομάδες και ακολούθησαν αργότερα οι μεγαλύτερες που τις αποτελούσαν εκείνοι που είχαν γίνει στο μεταξύ μέλη στον “Πάνα”, στον “Οδοιπορικό”, στην “Υπαίθριο Ζωή”, στον “Ορειβατικό” και σε άλλα εκδρομικά και φυσιολατρικά σωματεία που ιδρύθηκαν εκείνη την εποχή.
Στο κείμενο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό μας (τεύχος 144) το Σεπτέμβρη του 1946 με αφορμή τον εορτασμό των 1000 εκδρομών του “Πάνα”, αναφέρει: “Οι χίλιες εκδρομές του Συνδέσμου σας, έφεραν στη μνήμη μου μια από τις πιο όμορφες αναμνήσεις της Σπηλιάς μου. Ένα καλοκαιρινό πρωί, ίσως του 1930, δεν θυμούμαι καλά τη χρονολογία,(γιατί μέσα σε όλα που μου αφήρεσαν οι Γερμανοί ήταν και το ημερολόγιο των πρώτων χρόνων του Ολύμπου), με οδηγό τον Χ. Κάκαλο, φθάνει από τα Πριόνια μια ομάδα του «Πανός» με σκοπό να μου κάνει επίσκεψη. Νέοι και νέες, αψηφώντας τεσσάρων ωρών λοξοδρόμηση, ροβολούν πρωί-πρωί, από τις απόκρημνες πλαγιές της Σπηλιάς, σαν γίδια που τους έταξαν αλάτι.
Και να τους ξαφνικά μπροστά μου. Η χαρά και το γέλιο που σκόρπισε ο ερχομός τους ήταν τόσο, που κι’ οι καπνισμένοι βράχοι της Σπηλιάς ήρχισαν να χαίρουν και να αλλάζουν χρώμα...” Ένας άλλος λόγος που τον οδήγησε στην απόφαση του να ανεβεί στο βουνό, πηγάζει από τις καλές γνώσεις της φυσικής επιστήμης που κατείχε ο Ιθακήσιος. Το “Ηλιακό Κλίμα” μεταβάλλεται φυσικά, ανάλογα με το υψόμετρο και την καθαρότητα της ατμόσφαιρας, με σοβαρές επιπτώσεις στην αίσθηση των ορατών χρωματικών ακτινοβολιών. Η μεταβολή αυτή πάνω στα ψηλά βουνά είναι ιδιαίτερα αισθητή στο εξασκημένο μάτι ενός ζωγράφου, που αποζητά νέες αποχρώσεις στα
έργα του.
Έκανε πολλές εκθέσεις στη χώρα μας κι αλλού, και το 1938 πήγε στην Αγγλία για περίπου ένα χρόνο και εργάστηκε εκεί, ως ζωγράφος, παίρνοντας παραγγελίες για τη Βασιλική Αυλή. Όταν γέρος πια, 94 χρόνων, προσκλήθηκε από τον Φρέντυ Γερμανό στην τηλεόραση, μαζί με τον περίπου συνομήλικό του Κάκαλο, πρώτο οδηγό του στον Όλυμπο, που επίσης πρώτος πάτησε και την κορυφή του τον Μύτικα, παίζοντας λαγούτο, θυμήθηκαν τους στίχους που απήγγελλε βροντερά κάθε φορά που κατακτούσε την κορυφή:
«Τι δακρύζεις Μύτικα και βαριαναστενάζεις...»
Έγκλειστος στο γηροκομείο, σε βαθιά γηρατειά, έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι, αναζητούσε τον Όλυμπο. Η μόνη του έγνοια ήταν η επιστροφή στις κορφές, στη σπηλιά του. Η διεύθυνση του γηροκομείου προβληματίστηκε και τελικά συνεννοήθηκε με το Γ.Ε.Σ., ώστε κάποιο ελικόπτερο, που για υπηρεσιακούς λόγους θα πήγαινε προς τον Όλυμπο, να τον πέρναγε για λίγο απ’ τα γνωστά του μονοπάτια. Το πρόγραμμα είχε κανονιστεί και ο γέροντας είχε ξανανιώσει... Όμως ο γιατρός του ιδρύματος, την τελευταία στιγμή, ματαίωσε το ταξίδι.
Κι εκείνος, το ίδιο βράδυ, σηκώθηκε, ντύθηκε τα ορειβατικά του και προσπάθησε να φύγει μόνος του για το βουνό... Δρασκελίζοντας το παράθυρο έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Το πνεύμα του, όπως λένε, πέταξε ελεύθερο για πάντα στο αγαπημένο του βουνό...
Πηγή: Φυσιολατρικό Περιοδικό "Ο Παν" - Τεύχος 485
Δημοσίευση σχολίου