Τρία πουλάκια κάθουνται στον Άθωνα στην ράχη,
το 'να κυττάει τον Όλυμπο, τ'άλλο προς την Κασσάνδρα,
Το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέγει:
- Ο Νίκος τι να γείνηκε τούτο το καλοκαίρι;
που ήταν και μες στην θάλασσα πύργος θεμελιωμένος;
Μας είπαν πέρα πέρασε, πάγει κατά το Πράβι,
κι ανοίγει μπαϊράκια δώδεκα μεσ' τη Βλαχιά να πάγη.
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, δέκα χιλιάδες Τούρκοι,
και κάνει έναν πόλεμο ολημερής στον κάμπο,
σκοτώνει τους Αγαρηνούς πεζούρα και καββάλλα,
και το βράδυ γιουρούστησαν με τα σπαθιά στα χέρια.
βρίσκουν ταις πόρταις σφαλισταίς και άλυσον στο γεφύρι.
Πέντε μερούλαις πολεμούν και πέντε μερονύχτια.
Τότε ο Νίκος φώναξε, τα παλληκάρια κράζει
"Λεβέντες μου ανίκητοι, περήφανα σαϊνια,
καβούλι μη το κάμετε οι Τούρκοι να μας πάρουν
ή όλους να τους σφάξωμε, ή όλοι ας σκοτωθούμε".
Την άλυσον εκόψανε, ταις πόρταις ετσακίσαν,
με τα σπαθιά τους έσχισαν τους Τούρκους κι επεράσαν.
Στον Άθωνα γυρίσανε πενήντα δυο νομάτοι.
Δημοσίευση σχολίου