Ενα οδοιπορικό στα βουνά «των θεών και των μουσών». Μια εκδρομή που τα έχει όλα: δάση απ’ όπου δεν περνάει το φως του ήλιου, πανέμορφα χωριά, αξιόλογους ξενώνες, καταπληκτικό φαγητό, λίμνες, ποτάμια και καταρράκτες, εξαιρετικά δύσβατους δασικούς δρόμους, καλό και κακό καιρό. Εχει ακόμη πολλά μανιτάρια, βλάχικο ιππικό και ένα μουλάρι στο οποίο αρέσουν τα μπισκότα!
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΝΤΙΝΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΛΛΙΓΙΑΝΝΗ
Αυτή η εκδρομή είναι μια περιπλάνηση στον Ολυμπο και στα γειτονικά Τίταρο και Πιέρια. Μια εκδρομή που αυτή την εποχή απαιτεί οπωσδήποτε 4x4. Εμείς, δηλαδή ο υπογράφων και η φωτογράφος Χριστίνα, την απολαύσαμε «βασιλικά», με ένα υπερδίλιτρο Suzuki Grand Vitara «τη ευγενεί φροντίδι» της Suzuki Hellas.
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Κατά το νόμο του Μέρφι, ό,τι κακό είναι να γίνει, θα γίνει. Ετσι, ενώ είχαμε πει να είμαστε στο δρόμο κατά τις 9, φύγαμε τελικά στις 12, επειδή όλα συνέβησαν εκείνο το πρωί. Τέλος πάντων, καθημερινή ήταν και, πλην των πολλών φορτηγών που προσπαθούσαν να αναπληρώσουν τις ημέρες της απεργίας, δεν βρήκαμε κάτι για να «γκρινιάξουμε» στην εθνική οδό. Ισως κάτι λίγο τα διόδια.
Κι έτσι, πέρα από μια στάση για βενζίνη, φτάσαμε απνευστί στα Τέμπη, απ' όπου θα άρχιζε η περιπλάνησή μας. Στην είσοδο ακριβώς των Τεμπών στρίψαμε αριστερά προς Γόννους - Καλλιπεύκη και πήραμε την ανηφορική στράτα του Κάτω Ολύμπου. Οι Γόννοι (το πάλαι ποτέ Δερελή) είναι ένα μεγάλο χωριό περίπου 2.000 κατοίκων, έδρα του ομώνυμου δήμου. Από τους Γόννους η άσφαλτος συνεχίζει πιο ανηφορική για Καλλιπεύκη. Στην έξοδο των Γόννων αφθονούσαν οι κατάφορτες ροδιές που είχαν ριζώσει παντού. Δεν φαινόταν να ανήκουν πουθενά, κι έτσι δοκιμάσαμε δύο υπέροχα ρόδια. Μετά 22 χλμ., φτάσαμε στην Καλλιπεύκη, ένα όμορφο, τολμώ να πω, χωριό, που περιβάλλεται από δάσος, κυρίως πεύκου, στα 1.100 μ. Το πευκοδάσος είναι που του έδωσε και την ονομασία του.
Μέχρι το 1927 το χωριό ονομαζόταν Νεζερός. Αυτή η ονομασία είναι σλαβική και σημαίνει λίμνη. Και αυτό επειδή η πεδιάδα που βρίσκεται μπροστά στο χωριό ήταν η λίμνη Ασκυρίδα, που αποξηράνθηκε το 1911 για να δώσει 5.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης. Τα τελευταία χρόνια συζητείται η επαναδημιουργία της λίμνης για λόγους οικολογικούς, αλλά και για την τουριστική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Θέλαμε να περπατήσουμε λίγο στα γύρω μονοπάτια του δάσους και να φωτογραφίσουμε τα διάφορα ξωκλήσια, αλλά η καταρρακτώδης βροχή που άρχισε με το που μπήκαμε στο χωριό ήταν σοβαρός ανασταλτικός παράγοντας.
Ετσι, πήραμε τον ασφάλτινο δρόμο για την Καρυά, διασχίζοντας τον Κάτω Ολυμπο με τη συνοδεία πάντοτε της βροχής. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να απολαμβάνουμε το τοπίο και να τρώμε κανένα μπισκότο, γιατί είχαμε αρχίσει να πεινάμε πολύ. Κάποια στιγμή φτάσαμε και, βέβαια, πήγαμε κατευθείαν στην πλατεία και συγκεκριμένα στην ταβέρνα. Την πείνα κανείς αντρειωμένος δεν τη νίκησε ποτέ!
Η Καρυά είναι ένα πολύ όμορφο χωριό στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Ολύμπου, χτισμένη στα 900 μ., σε ένα μικρό οροπέδιο. Είναι έδρα της ομώνυμης διευρυμένης κοινότητας (μέχρι στιγμής) και έχει περίπου 250 μόνιμους κατοίκους, στην πλειονότητά τους υπερηλίκους. Για την ονομασία της υπεύθυνες είναι μάλλον οι άφθονες καρυδιές που πάντα υπήρχαν στην περιοχή. Παρότι έπειτα από ένα καλό φαγητό είσαι πολύ πιο ευδιάθετος και ορεξάτος, με τη Χριστίνα απορρίψαμε ομόφωνα την επίσκεψη στη Μονή Κανάλων (11ος αιώνας), στη Μονή Κλημάδων και στο σπήλαιο της Μόριας (χαράδρα Κοκκινόχωμα, στα 1300 μ.) - κυρίως λόγω της βροχής, αλλά και της ημέρας που τελείωνε.
Πήραμε, λοιπόν, το δρόμο για Ελασσόνα, περνώντας από τα χωριά Συκαμνιά, Σπαρμό και Καλλιθέα (21 χλμ. συνολικά), όπου βρήκαμε την κεντρική επαρχιακή οδό Ελασσόνας - Κατερίνης. Εκεί στρίψαμε αριστερά προς Κατερίνη και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τις βορειοδυτικές πλαγιές του Ολύμπου. Το κατάλυμα και ορμητήριό μας βρισκόταν στα 20 χλμ. από την Καλλιθέα, στην κοιλάδα που σχηματίζει ο Ολυμπος με τον Τίταρο.
Οταν επιτέλους φτάσαμε στο Κτήμα Μπέλλου, η ώρα είχε πάει 9.30 και έπειτα από ένα «θερμαντικό» τσιπουράκι πέσαμε κατευθείαν στα κρεβάτια μας.
ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ
Δεν ξέρω αν ήταν ο καθαρός αέρας ή το νανούρισμα του ήχου της βροχής ή τα άνετα στρώματα, αλλά χορτάσαμε ύπνο. Βέβαια, έπρεπε να χτυπήσω αρκετή ώρα την πόρτα της Χριστίνας στις 7.30 το πρωί μέχρι να ξυπνήσει. Το δε πρωινό μας ήταν έως εξαιρετικό, με πίτες, αυγόφετες, αλμυρές κρέπες και πολλά άλλα. Απαξάπαντα διά χειρός της κυρίας Θεοδώρας Μπέλλου. Αυτό που με ξετρέλανε όμως ήταν το φρεσκοβρασμένο πρόβειο γάλα μετά πέτσας! Απ' ό,τι μου είπε ο κ. Μπέλλος, δεν σερβίρει πάντα πρόβειο ή κατσικίσιο φρέσκο γάλα, γιατί απλούστατα δεν το βρίσκει πάντα.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει όλο το βράδυ, οπότε ετοιμαστήκαμε για την περιπλάνησή μας φορώντας στολή εκστρατείας. Θα διασχίζαμε τον Τίταρο για να βγούμε στα Πιέρια. Πήραμε το δρόμο προς Ελασσόνα και ύστερα από περίπου 2 χλμ. στρίψαμε δεξιά στην πινακίδα «προς Λιβάδι 7 χλμ». Αυτή η πρώτη επαφή με τον Τίταρο μέχρι το Λιβάδι δεν εντυπωσίασε καθόλου. Το βουνό είναι τελείως φαλακρό. Μετά αρχίζει κάποια σκόρπια βλάστηση και έπειτα από κάποιες γυμνές ραχούλες εισέρχεσαι σε ένα από τα ομορφότερα δάση οξιάς της Ελλάδας. Το Λιβάδι είναι ένα όμορφο και μεγάλο βλαχοχώρι, που δημιουργήθηκε γύρω στον 11ο αιώνα. Είναι χτισμένο στα 900 μ. και αριθμεί περίπου 3.000 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και τη γεωργία.
Στρίβουμε δεξιά ακριβώς στην είσοδο του χωριού και ακολουθούμε τις πινακίδες προς Φτέρη. Εκεί είναι που συναντάμε το βλάχικο ιππικό! Δεν σταμάτησα να ρωτήσω τι συμβαίνει. Υποθέτω πως έκαναν εξάσκηση για τις μουλαροδρομίες που κάνουν κάθε χρόνο.
Επειτα από 1 χλμ., η άσφαλτος σταματάει κι αρχίζουν τα δύσκολα. Μην ξεχνάτε πως βρέχει ήδη τέσσερις ημέρες συνεχόμενα. Στο δρόμο συναντάμε ένα αγροτικό, που μας κάνει νόημα να σταματήσουμε. Ο καλός χωρικός θέλει να μας πληροφορήσει πως δεν θα μπορέσουμε να περάσουμε παρακάτω λόγω της λάσπης. Σκέφτομαι πως θα ήθελα να δοκιμάσω το Grand Vitara σε ακραίες καταστάσεις. Και βέβαια δεν μου περνάει καθόλου από το μυαλό πως το κινητό μπορεί να μην έχει σήμα. Ετσι, «παρακάμπτω» τις αντιρρήσεις της Χριστίνας και μπαίνω στην πιο δύσκολη διαδρομή που έχω κάνει στη ζωή μου.
Η διαδρομή δεν είναι μακρινή, μόνο 30 χλμ., αλλά ήταν πράγματι μια κόλαση λάσπης. Παρά το χαμηλό διαφορικό, είμαι συνέχεια με ανάποδα τιμόνια. Η λάσπη πολλές φορές φτάνει στα μαρσπιέ, ενώ σε ένα σημείο, που πράγματι φοβήθηκα, έφτανε στην πόρτα. Αυτό που μάλλον μας έσωσε από το να μείνουμε «πρεσβευτές» στα δάση του Τιτάρου ήταν το ότι κατηφορίζαμε. Και, βέβαια, το Grand Vitara και τα φαρδιά του λάστιχα. Κάπου στο μέσον της διαδρομής, σε ένα ασφαλές σχετικά πλάτωμα, κάναμε μια στάση, γιατί η ένταση μας είχε κουράσει. Κι εκεί, στη μέση του πουθενά, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Προκόπης!
Προκόπης εστί ένα πολύ χαριτωμένο μουλάρι, με ένα μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο στερεωμένο στο σαμάρι, για να προστατεύεται από τη βροχή, φοβερή «δίψα» για χάδι και πείνα για μπισκότα! Καμιά δεκαπενταριά μπισκότα είχαμε και τα εξολόθρευσε όλα. Βέβαια, με πολύ καλούς τρόπους. Το έπαιρνε από το χέρι σου πολύ κομψά με την άκρη των χειλιών του και στη συνέχεια το εξαφάνιζε.
Επειτα από ένα τσιγάρο και τη χαλαρωτική παρουσία του Προκόπη και της παρέας του (εμφανίστηκαν κι άλλα μουλάρια από το δάσος), ξεκινήσαμε πάλι. Η άλλη μισή σχεδόν διαδρομή μού φάνηκε πολύ πιο εύκολη. Και ύστερα από περίπου 20 λεπτά φτάσαμε στην επόμενη κοιλάδα, μεταξύ του Τιτάρου και των Πιερίων αυτήν τη φορά. Πρόκειται για την κοιλάδα της Φτέρης. Το δε ποταμάκι που τη διαρρέει ονομάζεται Μαυρονέρι. Ο δρόμος δεξιά πάει προς Σκοτεινά - Φωτεινά - Κατερίνη και αριστερά, που στρίψαμε εμείς, προς Φτέρη και Βελβεντό. Μετά 4 χλμ. μπήκαμε στη Φτέρη, από άσφαλτο πια. Είναι ένας οικισμός στα 1.300 μ., με 49 κατοίκους, κυρίως κτηνοτρόφους, και μία ταβέρνα.
Συνεχίζουμε προς Βελβεντό. Ανεβαίνουμε τα νοτιοδυτικά Πιέρια και θα κατεβούμε από τα βορειοδυτικά. Εκεί όπου τελειώνει η ανάβαση τελειώνει και η άσφαλτος και υπάρχει ένα μεγάλο πλάτωμα. Κάνουμε μια δεκάλεπτη στάση για να βρούμε μανιτάρια. Η Χριστίνα φωτογραφίζει έναν αμανίτη μυιοκτόνο (ζουρλομανίταρο) κι εγώ βγάζω κάμποσες λεπιότες. Εχοντας εξασφαλίσει το μεσημεριανό μας, ξεκινάμε πάλι για Βελβεντό. Ο δρόμος είναι μεν χώμα, αλλά πολύ καλά πατημένο, παρά τη βροχή.
Μετά περίπου 6 χλμ. συναντάμε πάλι άσφαλτο και στρίβουμε αριστερά για Βελβεντό. Και έπειτα από 16 χλμ., μέσω Παλαιογρατσάνου, φτάνουμε στο Βελβεντό. Η Χριστίνα έχει «κρίση υπογλυκαιμίας», κι έτσι αγοράζουμε κουρκουμπίνια από τον Ζανδέ. Και επειδή αυτές οι κρίσεις είναι κολλητικές, αγοράζω κι εγώ μερικά σαραγλάκια από τον Πουλιανά. Ενας γρήγορος καφές μαζί με τα γλυκά μας και φεύγουμε 3 χλμ. έξω από το χωριό για τους καταρράκτες του Σκεπασμένου.
Από εκεί όπου παρκάραμε το αυτοκίνητο η απόσταση ήταν ένα δεκάλεπτο περπάτημα πάνω σε τσιμεντένιο μονοπάτι μέχρι τους τρεις συνολικά καταρράκτες. Ενας μεγάλος και δύο μικροί, ένα πανέμορφο θέαμα. Από τους καταρράκτες, κατευθείαν στην πλατεία του χωριού, και συγκεκριμένα στο «Εν Βελβεντώ», την ταβέρνα του Βασίλη Παπαγόρα, ευρύτερα γνωστή για τα γιαπράκια, τις πίτες και τα μανιτάρια της.
Το χωριό είναι μεγάλο (3.500 κάτοικοι), πανέμορφο και πεντακάθαρο. Οι κάτοικοί του είναι άλλου είδους Νεοέλληνες: εργατικοί, νοικοκυραίοι, φιλοπρόοδοι και εξαιρετικά φιλόξενοι. Στο Βελβεντό θα δείτε όμορφα παλιά σπίτια, αυλές γεμάτες λουλούδια και χαμόγελα. Ακριβώς κάτω από το χωριό βρίσκεται η μεγάλη τεχνητή λίμνη του Αλιάκμονα, που μοιάζει με θάλασσα.
Μετά το πλούσιο γεύμα μας και έναν καφέ, ξεκινήσαμε για μια βόλτα προς τη λίμνη και από εκεί πίσω στη βάση μας, μια και ο καιρός δεν βοηθούσε τόσο στη φωτογράφιση. Το δρομολόγιο που ακολουθήσαμε ήταν Σέρβια, από την επαρχιακή οδό Κοζάνης - Λάρισας, και μετά Σαραντάπορο, και στο Μικρό Ελευθεροχώρι κάναμε αριστερά προς Κατερίνη.
Αυτήν τη φορά επιστρέψαμε στον ξενώνα μας νωρίτερα, αλλά πάλι πήγαμε κατευθείαν για ένα ζεστό μπάνιο και ύπνο.
ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ
Επιτέλους λίγος ήλιος και καθόλου βροχή. Πάλι το υπέροχο πρωινό μας και... βουρ. Το σημερινό πρόγραμμα είναι ο γύρος των Πιερίων. Ετσι λοιπόν ξεκινάμε με κατεύθυνση προς Κατερίνη. Το πρώτο χωριό που συναντάμε είναι ο Αγιος Δημήτριος, ένα χωριό που, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, δημιουργήθηκε κάπου τον 14ο αιώνα. Κτισμένο στα 800 μ. πάνω στο διάσελο του Ολύμπου με τον Τίταρο, επί της επαρχιακής οδού που συνδέει την Κατερίνη με την Κοζάνη αλλά και την Ελασσόνα, διατηρεί την κτηνοτροφική του παράδοση. Συνεχίζουμε προς Κατερίνη και περνάμε τα Στενά της Πέτρας, τα Φωτεινά και, μετά τις διασταυρώσεις για Καρυές και Κάτω Μηλιά, βρίσκουμε τη διασταύρωση αριστερά μας για Βρύα, Ρητίνη και Ελατοχώρι.
Η πρώτη στάση μας θα είναι το Ελατοχώρι και συγκεκριμένα το Παλιό Ελατοχώρι, που έχει και την περισσότερη τουριστική υποδομή, για να υπηρετεί τους επισκέπτες του χιονοδρομικού κέντρου, μια και απέχει μόνο 8 χιλιόμετρα από αυτό. Η διαδρομή έχει κάποιες στροφούλες, αλλά είναι γενικά άνετη. Είναι εντυπωσιακό πόσο έχουν αλλάξει (επί τα βελτίω) τα Βρύα και η Ρητίνη. Βλέπετε, τα είχα επισκεφτεί πριν γίνει το χιονοδρομικό κέντρο, τότε που ήταν σχεδόν αποκλειστικά καπνοχώρια. Μεγάλο πράγμα η τουριστική ανάπτυξη.
Με το που φτάνουμε στο Νέο Ελατοχώρι, στρίβουμε αριστερά για το Παλιό, που σχεδόν δεν φαίνεται όπως είναι κρυμμένο μέσα στη βλάστηση. Είναι ένα πανέμορφο χωριό με πολλούς ξενώνες και ταβέρνες κι ελάχιστους μόνιμους κατοίκους, καθώς οι περισσότεροι πήγαν στο νέο χωριό. Η Χριστίνα πήγε να δει το Αγιονέρι, ένα βραχώδες μέρος από όπου αναβλύζει νερό το οποίο, κατά την παράδοση, χρησιμοποιώντας το ο Αγιος Αντώνιος θεράπευσε ένα άρρωστο παιδί. Εγώ πάλι πήγα για καφέ σε έναν ωραιότατο ξενώνα που λέγεται Αμαδρυάδες. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε και η Χριστίνα γεμάτη λάσπες. Στην ερώτηση τι της συνέβη, μου απάντησε σιβυλλικά: «Οι ανάγκες της Τέχνης»!
Μετά, φύγαμε πάλι για Βελβεντό, από την άλλη πλευρά των Πιερίων. Περάσαμε από το Δασκί στο νομό Ημαθίας και από εκεί στο Πολύφυτο του νομού Κοζάνης, για να φτάσουμε στο Βελβεντό για καφέ και γλυκό! Θα ανεβαίναμε πάλι το βουνό προς Φτέρη (που είχαμε περάσει την προηγουμένη), για να περάσουμε από τη λίμνη και να διασχίσουμε την κοιλάδα. Εξάλλου, ο καιρός σήμερα είναι πολύ καλύτερος.
Ετσι πήραμε πάλι το δρόμο για Παλαιογράτσανο και μετά το χωματόδρομο δεξιά για τη Φτέρη. Εκεί πάλι άσφαλτος με κάποιες διακοπές για Σκοτεινά και Φωτεινά. Πριν από τα Σκοτεινά υπάρχει αυτή η πανέμορφη τεχνητή λιμνούλα στη μέση ακριβώς της κοιλάδας. Από εκεί τα Σκοτεινά (Μόρνα) απέχουν 4 χλμ. Το όνομα Σκοτεινά δόθηκε στη Μόρνα επειδή, λόγω της θέσης της, η ηλιοφάνεια διαρκεί κάποιες ώρες της ημέρας μόνο. Ακόμα η κοιλάδα, εκτός από κοιλάδα της Φτέρης, αποκαλείται και κοιλάδα της Μόρνας.
Τα Σκοτεινά είναι ένας ωραιότατος μικρός οικισμός με πολλά παλιά σπίτια μερικώς εγκαταλελειμμένος. Τα τελευταία χρόνια μόνο κάποια σπίτια έχουν επισκευαστεί και αναστηλωθεί. Ο δρόμος από τα Σκοτεινά μέχρι τα Φωτεινά είναι καινούργια και άνετη άσφαλτος. Από εκεί ακολουθήσαμε την επαρχιακή οδό προς Ελασσόνα και γρήγορα φτάσαμε στον καλό μας ξενώνα - επειδή θα ήταν η τελευταία μας μέρα και είχαμε αποφασίσει να δοκιμάσουμε την κουζίνα της κ. Μπέλλου. Και εκ του αποτελέσματος κάναμε πολύ καλά. Σπιτικό φαγητό και κάποια εξαίρετα κρασιά μικρών παραγωγών της περιοχής. Απαξάπαντα ανεξαιρέτως εξαίρετα!
ΗΜΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ
Ολα τα ωραία πράγματα έχουν κάποιο τέλος. Είχαμε να κάνουμε 450 χλμ. για να επιστρέψουμε στη βάση μας. Ομως επιτρέψαμε στους εαυτούς μας να κοιμηθούμε λίγο παραπάνω και να σηκωθούμε μετά τα άγρια χαράματα, δηλαδή κάπου στις εννιά παρά. Αναχώρηση στις 11.00 και στις 15.20 ήμασταν στη διασταύρωση της Βαρυμπόμπης, εντός λεκανοπεδίου. Λήξη εκδρομής!